σκονισμένος

σκονισμένος
[*][сконнэмэнос) рг. запыленный.

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "σκονισμένος" в других словарях:

  • κιτρακονικό οξύ — το οργανική ένωση, ακόρεστο δικαρβονικό οξύ, παράγωγο τού αιθυλενίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια λ. ως προς το β συνθετικό της, πρβλ. αγγλ. citraconic < citr (< λατ. citrum «κίτρον») + acon ic, που αποτελεί… …   Dictionary of Greek

  • κονισαλέος — α, ο (Α κονισαλέος, α και η, ον) [κονίσαλος] γεμάτος σκόνη, σκονισμένος, κατασκονισμένος («κονισαλέην τρίχα σείων», Νόνν.) νεοελλ. συνεκδ. παλιός, λησμονημένος …   Dictionary of Greek

  • κουρνιαχτίζομαι — [κουρνιαχτός] (μόνο στη μτχ. παθ. παρακμ.) κουρνιαχτισμένος, η, ο γεμάτος σκόνη, σκονισμένος …   Dictionary of Greek

  • παιπάλη — η (Α παιπάλη) 1. πολύ ψιλό αλεύρι 2. λεπτότατη σκόνη, άχνη αρχ. φρ. «λέγειν γενήσει τρίμμα, κρόταλον, παιπάλη» (στον Αριστοφ.) (με μτφ. σημ.) άνθρωπος που πραγματεύεται πολύ λεπτά θέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. παιπάλη με σημ. «λεπτότατο… …   Dictionary of Greek

  • σκονίζομαι — σκονίζομαι, σκονίστηκα, σκονισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκονίζω — σκόνισα, σκονίστηκα, σκονισμένος, γεμίζω κάτι με σκόνη: Σκονίστηκαν τα έπιπλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»